παρεπιδημεί

παρεπιδημεί
преcтоjува

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεπιδημώ — μένω σε ξένο τόπο για λίγο, προσωρινά: Τις μέρες αυτές παρεπιδημεί στην πόλη μας ο Πατριάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”